πλημμυρίζω

πλημμυρίζω
πλημμύρισα, πλημμυρισμένος
1. μτβ., κατακλύζω το χώρο με νερά: Αφήσαμε τη βρύση ανοιχτή και τα νερά πλημμύρισαν το διαμέρισμα.
2. αμτβ., ανεβαίνω και βγαίνω από την κοίτη μου, ξεχειλίζω: Με την προχθεσινή βροχή πλημμύρισαν πολλοί χείμαρροι.
3. μτφ., γεμίζω από κάτι: Η επαρχία πλημμύρισε από εκδρομείς την Πρωτομαγιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλημμυρίζω — πλημμυρίζω, πλημμύρισα, πλημμυρισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλημμυρίζω — Ν [πλημμυρίς] 1. (για ποταμό) ανεβαίνει η στάθμη μου και βγαίνω από την κοίτη μου, ξεχειλίζω («πλημμύρισε ο Σπερχειός») 2. (για χώρο, τόπο, περιοχή) κατακλύζομαι από νερό (α. «πλημμύρισαν τα υπόγεια» β. «πλημμύρισε η πεδιάδα») 3. κατακλύζω, κάνω… …   Dictionary of Greek

  • προσκλύζω — Α 1. κατακλύζω 2. καλύπτω με κύματα 3. εκχειλίζω 4. προσβάλλω κάποιον, ορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 5. (κυριολ. και μτφ.) πλημμυρίζω («τοῑς ὄμμασι τοῡ κάλλους μονονουχί προσκλύζοντος», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κλύζω «περιβρέχω,… …   Dictionary of Greek

  • συγκλύζω — Α 1. κατακλύζω, πλημμυρίζω από παντού 2. συνταράσσω, αναταράσσω από όλες τις μεριές 3. παθ. συγκλύζομαι (κυρίως μτφ.) α) πνίγομαι σε κάτι, ιδίως στα χρέη β) (για κατάσταση) διατελώ σε σύγχυση, βρίσκομαι σε ταραχή («τὰ τῆς Ἀσίας συγκεκλυσμένα… …   Dictionary of Greek

  • υπερκλύζω — Α πλημμυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κλύζω «πλημμυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υπερπολάζω — Α πλημμυρίζω («ἐπειδὴ δὲ ὑπερεπόλασεν ἡ ἐντός, βιάσασθαι καὶ ἀπερᾱσαι τὸ πλεονάζον», Στράβ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, πιθ. κατά το ρ. ἐπι πολάζω «πλημμυρίζω» (< ἐπιπολή)] …   Dictionary of Greek

  • υποκλύζω — ὑποκλύζω ΝΜΑ κάνω κλύσμα, καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με κλύσμα («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.) μσν. αρχ. πλημμυρίζω, ξεχειλίζω («πόντος ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.) αρχ. 1. (με αιτ.) υποσκάπτω, υπονομεύω («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν… …   Dictionary of Greek

  • αγριαίνω — (AM ἀγριαίνω) [ἄγριος] 1. είμαι ή γίνομαι άγριος, αγριεύω, οργίζομαι, θυμώνω 2. ερεθίζω, προκαλώ, εξοργίζω μσν. Ι. ενεργ. (για καταιγίδα) ξεσπώ ||. μεσ. 1. εξοργίζομαι 2. για τη θάλασσα που είναι τρικυμισμένη, φουρτουνιασμένη αρχ. (για ποταμούς)… …   Dictionary of Greek

  • αλλούβια — τα (Γεωλ.) υλικά τα οποία αποθέτονται από ποταμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. μτγν. λατ. alluvia, πληθ. τού alluvium, ουδ. τού alluvius «αλλουβιακός» < λατ. alluo «κατακλύζω, πλημμυρίζω» < λατ. προθ. ad «προς» + luo… …   Dictionary of Greek

  • αναπλέω — (Α ἀναπλέω και ιων. ἀναπλώω και επικ. ἀναπλείω) [πλέω] πλέω προς τα επάνω, πλέω αντίθετα προς το ρεύμα ποταμού, θάλασσας κ.λπ. ή την κατεύθυνση τών ανέμων || ( νεοελλ.) αποπλέω, εκπλέω αρχ.1. πλέω στα ανοιχτά, ταξιδεύω 2. ανεβαίνω στην επιφάνεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”